- συλλυπούμαι
- συλλυπούμαι, συλλυπήθηκα βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συλλυπούμαι — συλλυποῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και ενεργ τ. συλλυπῶ, έω, Α νεοελλ. 1. εκφράζω σε κάποιον τη λύπη μου για δυσάρεστο συμβάν που τόν έπληξε, ιδίως εκφράζω τη συμμετοχή μου σε πένθος 2. εκφράζω σε κάποιον τη λύπη μου για κάτι το μεμπτό, για αξιοκατάκριτη… … Dictionary of Greek
συλλυπούμαι — συλλυπήθηκα, εκφράζω σε κάποιον τη λύπη μου για κάποιο κακό που του έτυχε: Τους συλλυπήθηκαν για το θάνατο του γιου τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συλλυποῦμαι — συλλυπέω hurt pres ind mp 1st sg (attic epic doric) συλλῡποῦμαι , συλλυπέω hurt pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλοσυλλυπούμαι — δέχομαι τα συλλυπητήρια κάποιου και αντίστοιχα τόν συλλυπούμαι και εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + συλλυπούμαι] … Dictionary of Greek
συλλυπητήριος — α, ο, Ν 1. αυτός που χρησιμοποιείται για να εκφράσει κανείς τη λύπη του μαζί με άλλους για ένα δυσάρεστο γεγονός, ιδίως τη συμμετοχή του σε πένθος («συλλυπητήριο τηλεγράφημα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συλλυπητήρια λόγια, παρηγορητικές… … Dictionary of Greek
συλλυπώ — έω, Α βλ. συλλυπούμαι … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek